Δεν χρειάζεται λιπάσματα, προσφέρει ικανοποιητικές αποδόσεις και μπορεί να καλλιεργηθεί ακόμα και σε άγονα και φτωχά εδάφη - Προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας δίνει η μεταποίηση του
Μία ξεχασμένη εδώ και δεκαετίες καλλιέργεια επιστρέφει δυναμικά στο προσκήνιο. Ο λόγος για το δίκοκκο σιτάρι ή ευρέως γνωστό ως ζέα, ένα σιτηρό με μεγάλη προϊστορία στον ελλαδικό χώρο, που μπορεί να αξιοποιήσει εγκαταλελειμμένες ορεινές και ημιορεινές περιοχές με ελάχιστο κόστος παραγωγής, προσφέροντας ένα ικανοποιητικό συμπλήρωμα στο οικογενειακό εισόδημα.
Το δίκοκκο σιτάρι, σύμφωνα με τους ειδικούς, θεωρείται ιδανικό για ήπιας μορφής και αειφόρα γεωργία. Δεν χρειάζεται λιπάσματα και φυτοφάρμακα, είναι άριστη τροφή και η μεταποίησή του δίνει υψηλής διατροφικής αξίας προϊόντα.
Παρέχει τη δυνατότητα διατήρησης σπόρων για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο, προσαρμόζεται εύκολα σε άγονα εδάφη και η καλλιέργειά του είναι εφικτή ακόμη και σε πετρώδη εδάφη έως και 1.500 μ. υψόμετρο.
Λυσίνη, κυτταρίνη, μαγνήσιο και πολλά άλλα ιχνοστοιχεία και ένζυμα το κατατάσσουν δικαίως σε υψηλής διατροφικής αξίας προϊόν.
Καλλιεργείται από την αρχαιότητα
Το είδος αυτό του σιταριού είναι πολύ παλιό είδος, συγκομιζόταν και χρησιμοποιούνταν από τους ανθρώπους πριν από την έναρξη της γεωργίας.
Εχουν υπάρξει αποδείξεις, ύστερα από αρχαιολογικές ανασκαφές από περιοχές στα νότια της Νεκρής Θάλασσας, ότι εδώ και 17.000 χρόνια το είδος αυτό του σιταριού χρησιμοποιούνταν στη διατροφή των ανθρώπων. Αρχισε να καλλιεργείται από το 7.500 π.Χ. στη Συρία, την Ιεριχώ και τη Μεσοποταμία. Επίσης, αποτελεί ένα από τα παλαιότερα φυτά που καλλιεργήθηκαν στα Βαλκάνια και στην Αρχαία Ελλάδα πριν από 6.000 χρόνια.
Στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή ενός χυλού που γινόταν με αλεσμένο καρπό και νερό ή γάλα, αλλά και για την παραγωγή ενός είδους μπίρας.
Ονομάζεται επίσης και ζειά ή ζέα. Είναι ένα σιτάρι που χαρακτηρίζεται από σπόρους που έχουν προσκολλημένα τα λέπυρα του σταχυού επάνω τους. Για πολλούς αιώνες οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν αυτόν μόνο τον τύπο σιταριού.
Τα τελευταία χρόνια άρχισε να καλλιεργείται πάλι το δίκοκκο σιτάρι λόγω των πολύτιμων ιδιοτήτων που έχει. Στη Μέση Ανατολή παρασκευάζουν το «μπουλγκούρ», που είναι ένα είδος πλιγούρι. Στην Αιθιοπία το καταναλώνουν σε μορφή χυλού που γίνεται με γάλα ή νερό. Επίσης, στη χώρα αυτή παρασκευάζουν με το αλεύρι του ένα ειδικό ψωμί, το «κιτά», που είναι εύγευστο και έχει μεγάλη πεπτικότητα.
Το σιτάρι αυτό καλλιεργείται σήμερα στις χώρες γύρω από τον Καύκασο, αλλά και στην Ισπανία, την Ελβετία, την πρώην Γιουγκοσλαβία, την Αυστρία, τη Γερμανία.
Επίσης, καλλιεργείται σε μικρή έκταση στο Μαρόκο, στο Ιράκ, στις Ινδίες και στις ΗΠΑ, ενώ στην Αιθιοπία αποτελεί το 7% της καλλιεργημένης έκτασης με σιτάρι.
Στην Ιταλία η καλλιέργειά του τα τελευταία χρόνια είναι σε πλήρη ανάπτυξη. Στην περιοχή της Τοσκάνης καλλιεργείται ως ένα προϊόν ΠΟΠ. Στην Ιταλία καλλιεργούνται περίπου 15.000 στρέμματα, στην Τουρκία περισσότερα από 100.000 στρέμματα και στο Βέλγιο 100.000 στρέμματα.
Στην Ελλάδα, το δίκοκκο σιτάρι καλλιεργείται σε πεδινές, αλλά και σε ορεινές ή ημιορεινές περιοχές και σε υψόμετρο μέχρι 1.600 μέτρα.
Η καλλιέργειά του είναι σημαντική, επειδή δίνει καλές παραγωγές ακόμη και σε άγονα, ξηρικά και φτωχά εδάφη, σε αντίθεση με τα γυμνόσπερμα σιτάρια που σήμερα καλλιεργούνται, αλλά και επειδή είναι ανθεκτικό σε πολλές μυκητολογικές ασθένειες όπως είναι η σκωρίαση, ειδικά σε υγρές περιοχές. Γι' αυτόν τον λόγο μπορεί πολύ εύκολα να καλλιεργηθεί ως βιολογικό.
Σπορά - ανάπτυξη - συγκομιδή
Τα 300 ευρώ ανά στρέμμα αγγίζουν τα έσοδα από την καλλιέργειά του
Με μέση στρεμματική απόδοση 250 κιλά και τιμή 1,5 ευρώ το κιλό, το δίκοκκο σιτάρι προσφέρει κέρδος της τάξης των 300 ευρώ ανά στρέμμα.
Η καλλιέργεια του δίκοκκου σίτου γίνεται όπως γίνεται και στα άλλα σιτηρά. Η προετοιμασία του χωραφιού γίνεται το φθινόπωρο με ένα όργωμα, στη συνέχεια γίνεται λίπανση με κοπριά ή γίνεται η σπορά του φυτού που χρησιμοποιείται σαν χλωρή λίπανση. Η σπορά πρέπει να γίνεται στα τέλη του φθινοπώρου, επειδή το σιτάρι αυτό έχει ανάγκη από μία ορισμένη δόση χειμερινού ψύχους (σύνολο ωρών κάτω από τους +7ο C), ώστε να αρθεί ο λήθαργος και να ανοίξουν τα άνθη.
Η σπορά του γίνεται με σπόρο δίκοκκου σιταριού, που συνήθως είναι σπόρος που έχει κρατήσει ο ίδιος ο παραγωγός από την καλλιέργεια του προηγούμενου έτους και έτσι δεν έχει εξάρτηση από τις εταιρείες παραγωγής σπόρων ή λιπασμάτων. Η σπορά γίνεται συνήθως με μία ποσότητα 12 - 15 κιλών σπόρου το στρέμμα με τη συνηθισμένη σπαρτική μηχανή σιτηρών, δηλαδή τη μηχανή που σπέρνεται το κοινό σιτάρι...
Δεν απαιτεί φυτοφάρμακα
Επειδή το φυτό αυτό έχει την τάση, από τη βάση του να δημιουργεί πολλούς βλαστούς (αδέλφωμα), πολύ γρήγορα γεμίζει ολόκληρη την επιφάνεια του χωραφιού, με αποτέλεσμα να εμποδίζει την ανάπτυξη ζιζανίων και να μη χρειάζεται ζιζανιοκτονία, επειδή το σιτάρι αυτό καταπνίγει τα αγριόχορτα και δεν τα αφήνει να αναπτυχθούν.
Δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται αζωτούχα λιπάσματα στην καλλιέργειά του επειδή τα φυτά λόγω της μεγάλης πυκνότητας που έχουν στο χωράφι, λόγω του μεγάλου όγκου που αποκτούν από το αυξημένο αδέλφωμα, αποκτούν μεγάλο ύψος με αποτέλεσμα να πλαγιάζουν εύκολα. Το πλάγιασμα είναι βασικό μειονέκτημα στην καλλιέργεια των σιτηρών επειδή μειώνεται η παραγωγή.
Η λίπανση πρέπει να γίνεται με καλά χωνεμένη κοπριά ζώων (αιγοπροβάτων κ.ά.). Καλή τεχνική αποτελεί επίσης η χλωρή λίπανση που πρέπει να γίνεται πριν από τη σπορά. Συνήθως σπέρνονται ψυχανθή τα οποία τα ενσωματώνουν πριν από τη σπορά του σιταριού.
Χαρακτηριστικό επίσης σημαντικό αυτού του φυτού είναι ότι το καλάμι του είναι πιο χονδρό από το καλάμι του κοινού σίτου, με αποτέλεσμα να μη πλαγιάζει εύκολα.
Η συγκομιδή γίνεται με τον ίδιο τρόπο όπως στα άλλα σιτηρά, δηλαδή με θεριζοαλωνιστικές μηχανές. Οι αποδόσεις ποικίλλουν ανάλογα με τις εδαφοκλιματικές συνθήκες, αλλά και από τις καλλιεργητικές φροντίδες. Το δίκοκκο σιτάρι έχει μία μέση απόδοση 250 κιλά το στρέμμα.
Το μεγάλο του πρόβλημα είναι ότι παρουσιάζει δυσκολίες στον αποχωρισμό των σπόρων από τα λέπυρά τους. Ο διαχωρισμός αυτός γίνεται με ειδικά μηχανήματα. Το αλεύρι που δίνει το δίκοκκο σιτάρι έχει χρώμα πολύ λευκό επειδή είναι πλούσιο σε άμυλο.
Επειδή ο σπόρος του είναι επενδεδυμένος με τα λέπυρα, μπορεί να διατηρηθεί καλύτερα στην αποθήκη σε σχέση με τα άλλα σιτάρια, επειδή τα λέπυρα αποτελούν εμπόδιο στην προσβολή των σπόρων του από διάφορους εχθρούς.
Τα οφέλη στην υγεία
Ευεργετικές ιδιότητες για τον οργανισμό
Το δίκοκκο σιτάρι χρησιμοποιείται για τη διατροφή του ανθρώπου, αλλά χρησιμοποιείται και ως ζωοτροφή. Χρησιμοποιείται για παραγωγή ενός είδους ψωμιού που έχει μεγάλη ζήτηση ιδίως στην Ιταλία και την Ελβετία. Επίσης, από το αλεύρι του γίνονται ζυμαρικά, μπισκότα και άλλα αρτοσκευάσματα.
Το είδος αυτό του σίτου δεν έχει αλλεργιογόνες ιδιότητες που έχουν άλλα είδη σίτου, επειδή δεν περιέχει τα γονίδια που προκαλούν αλλεργίες. Αν και περιέχει γλουτένη, αυτή είναι σε μικρή ποσότητα και είναι ελάχιστα αλλεργιογόνος και πολύ εύπεπτη.
Η γλουτένη αυτή γίνεται ανεκτή από τα άτομα που έχουν πρόβλημα με την αλλεργία που προκαλείται από τη γλουτένη, επειδή το δίκοκκο σιτάρι περιέχει μία ουσία, τη «ροδανίνη», που αποτελεί έναν παράγοντα ενίσχυσης του ανοσοποιητικού συστήματος.
Επίσης, περιέχει μεγάλες ποσότητες ανόργανων στοιχείων και κυρίως μαγνησίου, περιέχει 10-20 φορές περισσότερο μαγνήσιο από το κοινό σιτάρι.
Η ιδιότητα αυτή του δίνει τη δυνατότητα να είναι ένα τρόφιμο που θεωρείται ότι έχει αντικαταθλιπτικά αποτελέσματα. Σημαντική, επίσης, είναι η περιεκτικότητά του σε βιταμίνες, κυρίως της ομάδας Β', και σε σάκχαρα βραδείας διάσπασης.
Επίσης, περιέχει προβιταμίνη Α που ενεργεί στην καλή όραση και την πρόληψη της ξηροδερμίας. Ακόμη, περιέχει βιταμίνη Ε, που είναι ένα ισχυρό αντιοξειδωτικό.
Μειώνει τη χοληστερίνη
Λόγω της μεγάλης του περιεκτικότητας σε φυτικές ίνες και σε σύνθετες ουσίες αμινοξέων, με την κατανάλωσή του από τον άνθρωπο μειώνεται η χοληστερίνη στο αίμα.
Επίσης, το σιτάρι αυτό ευνοεί την καλή κυκλοφορία του αίματος.
Λόγω του ότι ο δείκτης γλυκαιμίας του είναι 40, το σιτηρό αυτό ρυθμίζει τη γλυκαιμία του αίματος και γι' αυτόν τον λόγο συνιστάται στη διατροφή των διαβητικών.
Είναι πολύ πλούσιο σε πρωτεΐνες, που φθάνει στο 13-20%, σε αντίθεση με το κοινό σιτάρι που έχει 11-12%. Οι πρωτεΐνες που περιέχει αποτελούνται από το σύνολο των απαραίτητων αμινοξέων, ενώ το κοινό σιτάρι δεν περιέχει τη λυσίνη. Η λυσίνη και τα άλλα απαραίτητα αμινοξέα του (τρυπτοφάνη, μεθειονίνη, θεονίνη, βαλίνη, λευκίνη, ισολευκίνη, φαινυλαλανίνη) βρίσκονται κυρίως στα πίτυρα.
Το δίκοκκο σιτάρι περιέχει δύο φορές περισσότερα λιπίδια από το κοινό σιτάρι και μάλιστα περιέχει πολυακόρεστα λιπαρά οξέα που συγκρίνονται με αυτά που περιέχει το ελαιόλαδο.
Το δίκοκκο σιτάρι στη Βαυαρία χρησιμοποιείται επίσης για την παραγωγή μίας πολύ γνωστής μπίρας. Πέρα των άλλων, το δίκοκκο σιτάρι έχει πολύ καλή γεύση και άρωμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου